Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η διοίκηση

См. также в других словарях:

  • διοίκηση — η 1. διεύθυνση, διακυβέρνηση: Η διοίκηση της επιχείρησης είναι πολύ αποτελεσματική. 2. διοικητική υποδιαίρεση μιας χώρας. 3. το διοικητήριο, η έδρα του διοικητή: Χρειάζεται να πας στη διοίκηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διοίκηση — Κάθε δραστηριότητα που αναπτύσσουν τα άτομα και οι διάφοροι δημόσιοι ή ιδιωτικοί οργανισμοί για τη συστηματική και συνεπή διεύθυνση και διαχείριση των υποθέσεών τους. Ωστόσο, σήμερα o όρος τείνει να χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για τις… …   Dictionary of Greek

  • διοικήσῃ — διοικήσηι , διοίκησις housekeeping fem dat sg (epic) διοικέω keep house aor subj mid 2nd sg διοικέω keep house aor subj act 3rd sg διοικέω keep house fut ind mid 2nd sg διοικέω keep house aor subj mid 2nd sg διοικέω keep house aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημόσια διοίκηση — Όρος που αφορά το σύνολο των δημοσίων υπηρεσιών καθώς και τα εξωτερικά τους χαρακτηριστικά, την οργάνωση, τις αρμοδιότητες και τον τρόπο λειτουργίας τους. Παράλληλα, με τον όρο δ.δ. χαρακτηρίζεται και η κρατική εξουσία που ασκείται από τις… …   Dictionary of Greek

  • Военно-воздушные силы Кипра — Διοίκηση Αεροπορίας Военно воздушные силы Кипра Эмблема ВВС Кипра Год формирования декабря 1963 года Страна Кипр Подчинение Министерство оборо …   Википедия

  • Военно-воздушные силы Республики Кипр — Διοίκηση Αεροπορίας Воздушное командование Республики Кипр Эмблема воздушного командования Республики Кипр Годы существования с декабря 1963 года Страна …   Википедия

  • Hellenic Navy — This article is about the naval forces of modern Greece. For information on naval warfare in ancient Greece, see Hellenistic era warships. Hellenic Navy Πολεμικό Ναυτικό Polemikó Naf̱tikó Hellenic Navy Seal …   Wikipedia

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»